Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Robert De Niro

Το όνομα αυτό είναι γνωστό, ακόμη και στους ανθρώπους με τη μικρότερη σχέση με τον κινηματογράφο. Ποιος είναι όμως ο Robert De Niro, ο ηθοποιός που έχει κατακτήσει τον τίτλο του σημαντικότερου ηθοποιού της γενιάς του; Ο Robert De Niro Jr. γεννήθηκε μέσα σε μια οικογένεια καλλιτεχνών στις 17 Αυγούστου 1943. Η μητέρα του Virginia Admiral, ήταν ζωγράφος και ο πατέρας του Robert ήταν ζωγράφος, γλύπτης και ποιητής. Μετά το χωρισμό των γονιών του μεγάλωσε με μεγάλη ελευθερία, αλλά τον βασάνιζε η μοναξιά. Στη γειτονιά του, επειδή ήταν κοκαλιάρης και χλωμός, του είχαν δώσει το παρατσούκλι 'Bobby Milk'.
Στα δέκα του έπαιξε τον πρώτο του ρόλο στο σχολείο, ένα ρόλο που του πήγαινε γάντι: το ντροπαλό λιοντάρι στο μάγο του Οζ. Την υποκριτική ξαναθυμήθηκε στα 16 όταν περιόδευσε σαν μέλος θιάσου με το έργο 'The Bear' του Τσέχοφ. Για τα επόμενα 15 χρόνια δοκιμάστηκε σε πολλά μικρά και περιφερειακά θέατρα, ενώ ταυτόχρονα μελετούσε - όπως όλοι οι πετυχημένοι της γενιάς του - με τη Stella Adler και τον Lee Strasberg.
Η πρώτη επαφή με τη μεγάλη οθόνη έγινε το 1963 υπό την καθοδήγηση του - νέου τότε - σκηνοθέτη Brian De Palma, στην ταινία «The Wedding Party», η οποία προβλήθηκε τελικά το 1969 και δεν σημείωσε επιτυχία. Μετά από μια σειρά κακών επιλογών, ήρθε και η πρώτη του - σχετική - επιτυχία το '73 με το «Bang the Drum Slowly», στο ρόλο του άρρωστου παίκτη του baseball Bruce Pearson. Αυτή η ερμηνεία, του έφερε την αναγνώριση και το βραβείο καλύτερου ηθοποιού από την ένωση κριτικών Νέας Υόρκης.
Την ίδια χρονιά ο De Niro συναντήθηκε με τον Martin Scorsese στο «Mean Streets», ξεκινώντας μια άριστη συνεργασία που μέχρι σήμερα έχει δώσει οκτώ σπουδαία φιλμ. Το 1974 έκανε το μεγάλο βήμα περνώντας στη σφαίρα των superstar. Σε αυτό τον βοήθησε ο Francis Ford Coppola και φυσικά η συμμετοχή του στο «The Godfather, Part II» στο ρόλο του νεαρού Vito Corleone. Για τις ανάγκες του ρόλου έζησε για τέσσερις μήνες στην Σικελία, μαθαίνοντας την δύσκολη τοπική διάλεκτο. Οι κόποι του απέδωσαν φέρνοντάς του το Oscar Β' Ανδρικού ρόλου.
Η επόμενη συνεργασία του με τον Martin Scorsese ήταν το 1976 στο «Taxi Driver», οπότε και ο De Niro μπήκε στο πετσί του ρόλου δουλεύοντας εξουθενωτικά 12ωρα οδηγώντας ταξί για έναν ολόκληρο μήνα και μελετώντας σχετικές περιπτώσεις ατόμων με ψυχολογικά προβλήματα. Το αποτέλεσμα ήταν μια από τις πιο εμβληματικές ερμηνείες της δεκαετίας και μια υποψηφιότητα για Oscar A' Ανδρικού ρόλου.
Δύο χρόνια μετά το όνομά του συζητείται για την συγκλονιστική ερμηνεία του στο «The Deer Hunter» (Ο Ελαφοκυνηγός) του Michael Cimino, όπου ο De Niro υποδύθηκε έναν άνθρωπο που οι εμπειρίες στον πόλεμο του Βιετνάμ, άλλαξαν τη ζωή του. Ήταν και πάλι υποψήφιος για Oscar Α' Ανδρικού, όμως το βραβείο τελικά ήρθε το 1981 για την ταινία «Raging Bull» και πάλι υπό τον Socrsese, όπου και πάλι έδωσε ψυχή και σώμα στην προετοιμασία για το ρόλο του.
Για να αποφύγει την τυποποίηση αρχίζει να διευρύνει τις επιλογές του σε διάφορα κινηματογραφικά είδη: δράση, κωμωδία, δράμα. Ανάμεσά τους τα «The Mission», «Goodfellas» ξανά με τον Scorsese, «Awakenings» (υποψήφιος για Oscar Α' Ανδρικού ρόλου) και «Cape Fear» (ξανά υποψήφιος για Oscar Α' Ανδρικού ρόλου). Το 1987 συναντήθηκε και πάλι με τον Brian De Palma, στο εξαιρετικό «The Untouchables» ερμηνεύοντας τον θρυλικό Al Capone. Στις αρχές των 90's ο Robert De Niro έκανε το πέρασμα, δημιουργώντας την δική του εταιρία παραγωγής με το όνομα Tribeca Film Center. Το εγχείρημά του αυτό ίσως τον οδήγησε στην επιλογή ρόλων σε όχι και τόσο σημαντικές ταινίες την ίδια εποχή, όπως τα φιλμ «WeΑre No Angels», «Mary Shelley's Frankenstein» και το «The Fan».
Παρόλα αυτά η καλλιτεχνική του αξία ποτέ δεν αμφισβητήθηκε και ο ίδιος επανέκαμψε αργότερα με ενδιαφέρουσες ταινίες όπως τα «Heat» (δίπλα στον Al Pacino) και «Casino». Στις ταινίες «Sleepers», «Great Expectations» και «Marvin's Room» έδειξε ότι μπορεί να αποδώσει και χαρακτήρες πιο χαμηλών τόνων, ενώ στα φιλμ «Jackie Brown», «Wag the Dog» αλλά και τα «Analyze This» και «Meet The Parents» (με τα sequel τους) έδειξε και τις κωμικές του ικανότητες, κρατώντας όμως στοιχεία από τους παλιούς καλούς σκληροτράχηλους ήρωές του.
Τα τελευταία χρόνια τον είδαμε και πάλι σε ρόλους που του είναι γνώριμοι. Ληστής τραπεζών στο «The Score» (2001), βασανισμένος αστυνομικός στο «City By The Sea» (2002) και πάλι αστυνομικός στα «Fifteen Minutes» και «Showtime». Μετά το αποτυχημένο «The Bridge Of San Luis Rey» (2004) επέστρεψε σκηνοθετώντας το κατασκοπικό «The Good Shepherd» (2006) κρατώντας και ένα ρόλο για τον εαυτό του. Μικρό ρόλο επέλεξε και στο «Stardust» την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του Neil Gaiman.
Αυτό όμως που όλοι περίμεναν με ενδιαφέρον είναι η συνεργασία του με τον Al Pacino (σε ρόλους αστυνομικών ντετέκτιβ) στο «Righteous Kill» του Jon Avnet. Σε ό,τι αφορά τα προσεχή του σχέδια ξεχωρίζει η συμμετοχή του στο «What Just Happened?» του Barry Levinson ενώ έχει ήδη συμφωνήσει με τον Michael Mann για τον πρώτο ρόλο στο «Frankie Machine» που θα δούμε πιθανότατα το 2010. Στο μεταξύ έχει δεσμευτεί για ρόλους στο «Everybody's Fine» του Kirk Jones και στο «Street of Dreams» του Raymond De Felitta.
Ο Robert De Niro αποδεικνύεται υπερ-προστατευτικός σε ότι αφορά την προσωπική του ζωή. Δίνει ελάχιστες συνεντεύξεις, ενώ πάντοτε αποκλείει εκ των προτέρων κάθε αναφορά στην προσωπική του ζωή. Για το λόγο αυτό είναι από τους αγαπημένους των σκανδαλοθηρικών περιοδικών, αφού δεν διαψεύδει τα δημοσιεύματά τους και δεν απαντά στις προκλήσεις τους. Έχει κάνει δύο γάμους: ο 1976 με την ηθοποιό και τραγουδίστρια Diahnne Addott (χώρισαν το 1988) και το 1997 ο De Niro παντρεύτηκε με την πρώην αεροσυνοδό Grace Hightower.
Το 2003 προκάλεσε συγκίνηση στην κοινή γνώμη η ανακοίνωσή του ότι πάσχει από καρκίνο του προστάτη. Πάλεψε με την ασθένεια και κατάφερε πλήρη θεραπεία, επιστρέφοντας πιο δυνατός. Τον Ιούνιο του 2006, ο De Niro δώρισε όλο το κινηματογραφικό του αρχείο, στο οποίο περιλαμβάνονται σενάρια και κουστούμια, στο Harry Ransom Center του πανεπιστημίου του Τέξας.
Έχοντας μόλις περάσει τα 65 χρόνια ζωής, ο Robert De Niro μπορεί να θεωρηθεί ως ένας από τους πλέον πολύπλευρους και χαρισματικούς ηθοποιούς τις γενιάς του, με πολλά σχέδια μπροστά του. Ένας ηθοποιός που δεν μπορούμε να φανταστούμε ποτέ σε σύνταξη.

 

The Blue Lagoon

 

 

 

Είναι κάποιες ταινίες που συνοδεύονται από τις αναμνήσεις και τις αισθήσεις μιας άλλης εποχής από καιρό περασμένης. Μιας εποχής που τη ζήσαμε ως παιδιά και που τώρα, με την ωριμότητα και το πνεύμα του ενήλικα, καλούμαστε να την κρίνουμε μέσα από τις κινηματογραφικές ταινίες της, την ίδια στιγμή που χιλιάδες θύμησες περιπλανούνται στο μυαλό κλείνοντας παιχνιδιάρικα το μάτι.

Τη δεκαετία του 1980, λοιπόν, μία ταινία έκανε της εμφάνισή της και προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων για τις γυμνές σκηνές ανάμεσα σε δύο έφηβα παιδιά. Γιατί γυμνές; Γιατί το The blue Lagoon - Η γαλαζια Λιμνη, περιέγραφε τις περιπέτειες δύο παιδιών, της Emeline (Brooke Shields) και του Richard (Christopher Atkins) που ναυάγησαν σε παιδική ηλικία σε ένα τροπικό νησί και εκεί μεγαλώνοντας δεν έμαθαν μόνο να επιβιώνουν, αλλά έμαθαν να αγαπούν το ένα το άλλο και να εξερευνούν την ομορφιά του σαρκικού έρωτα σε έναν τόπο που δεν υπήρχαν οι απαγορεύσεις του καθωσπρεπισμού και τα «όχι» της κοινωνίας.

Οι αντιδράσεις για τις τολμηρές σκηνές της ταινίας άφησαν εποχή. Οι γονείς απαγόρευαν για αρκετά χρόνια στα παιδιά τους να παρακολουθήσουν το έργο, ενώ ακόμα και για τη σημερινή εποχή «η γαλάζια λίμνη» είναι μία από τις πιο τολμηρές ταινίες που έχουν γυριστεί έχοντας ως θέμα τους ναυαγούς. O Randal Kleiser, σκηνοθέτης της ταινίας, δεν είχε ως σκοπό να δημιουργήσει ένα φιλμ στα οικογενειακά πρότυπα του Swiss Family Robinson του 1960. Βασισμένος στο μυθιστόρημα του Henry De Vere Stacpoole, ναυτικός ιατρός και ειδικός στα μυθιστορήματα με τροπικά νησιά και στο σενάριο του Douglas Day Stewart, σκηνοθέτησε μια ταινία που θα έμενε στην ιστορία του κινηματογράφου για την τολμηρή θεματολογία της. Έχοντας στο ενεργητικό του ήδη μία μεγάλη επιτυχία με το μιούζικαλ Grease του 1978, ο έρωτας δύο νέων παιδιών είναι πάλι στο επίκεντρο της κάμεράς του, μόνο που αυτή τη φορά τα παιδιά βρίσκονται στην εφηβεία και κάνουν μεταξύ τους έρωτα αποκαλύπτοντάς τον σαν παιχνίδι!

Η υπόθεση της ταινίας είναι απλή, χωρίς να προκαλεί ιδιαίτερο εντυπωσιασμό. Ένα ζευγάρι ναυαγοί σε ένα νησί στην άκρη του πουθενά. Οι διάλογοι της ταινίας σχεδόν παιδικοί. Κι όμως! Η πραγματικά αξιόλογη κινηματογράφηση του Nestor Almendros (προτάθηκε για Όσκαρ γι αυτή του τη δουλειά), τα πανέμορφα θαλάσσια τοπία και το πρωταγωνιστικό ζευγάρι καταφέρνουν να κλέβουν τις εντυπώσεις.

Στο ρόλο του νεαρού Richard βρίσκεται ο Christopher Atkins, ένας ηθοποιός που το μόνο που πρόσφερε τελικά στην ταινία είναι τη σωματική του διάπλαση, αφού είναι μάλλον λίγος για το ρόλο του. Αντίθετα, η Brooke Shields στο ρόλο της Emeline έκανε πολλά στόματα να παραμιλούν, όχι τόσο για τις υποκριτικές της ικανότητες, όσο για την προκλητική αθωότητα που εξέπεμπε μέσα από τις γυμνές της σκηνές. Η Brooke Shields που δούλευε ως μοντέλο από την ηλικία των 12 μηνών, στα πρώτα χρόνια της καριέρας της (τότε που φαινόταν τουλάχιστον πως αυτή η καριέρα θα έχει συνέχεια) Δε δίσταζε να πρωταγωνιστεί σε ταινίες με τολμηρές σκηνές. Το όμορφο πρόσωπό της όμως και το καλλίγραμμο σώμα της (αν και στις περισσότερες γυμνές σκηνές είχε αντικαταστάτρια) της εξασφάλισε τον «ντόρο» γύρω από το όνομά της αλλά και μέρος από την επιτυχία της Γαλάζιας λίμνης.

Τι κρατάμε, λοιπόν, στα θετικά από αυτή την ταινία; Το τροπικό νησί, τις όμορφες εικόνες και κάποιες όμορφες σκηνές που γεμίζουν τα μάτια από την ιστορία των ναυαγών. Δεν περιμένει κανείς να βρει βάθος και ποιότητα, δεν περιμένει να βρει τον «λογοτεχνισμό» που θα πρόσθετε κάτι σε αυτήν την προσπάθεια. Είναι μια ταινία όμως που βλέπεται ευχάριστα ακόμα και σήμερα κι αυτό είναι σίγουρα ένα θετικό σημάδι, αφού η «γαλάζια λίμνη» σίγουρα αντέχει στο χρόνο!